- παροινώ
- -έω ΜΑ [πάροινος]φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.)αρχ.1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς σέ», ΠΔ)2. κακολογώ, βλασφημώ, περιφρονώ («εἰς τοὺς τετελευτηκότας παροινεῑν», Στοβ.)3. φέρομαι σαν μεθυσμένος, κάνω σαν μεθυσμένος4. ζω έκλυτο, παραλυμένο, ακόλαστο βίο («ἐκβακχεύονται καὶ παροινοῡσι», Πλούτ.)5. (αμτβ.) στενοχωρώ τους συμπότες μου, κακομεταχειρίζομαι κάποιον κατά την οινοποσία, φέρομαι με απρέπεια και βιαιότητα κατά την οινοποσία6. κακοποιώ κάποιον («λησταί παροινήσαντες ἡμᾱς», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.